καζάντια

καζάντια
η και καζάντι και καζάντιο, το
1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας
2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» — είδαμε την προκοπή σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καζάντι(ο), το — και καζάντια, η κέρδος από εργασία, απολαβή: Τα είδαμε και τα δικά σου τα καζάντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καζάντισμα — το [καζαντίζω] απόκτηση περιουσίας, οικονομική προκοπή, καζάντια …   Dictionary of Greek

  • ακαζάντιστος — ακαζάντιστος, η, ο και ακαζάντιαστος, η, ο αυτός που δεν απόχτησε καζάντια, κέρδη, περιουσία: Από την ξενιτιά είχε γυρίσει ακαζάντιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”