- καζάντια
- η και καζάντι και καζάντιο, το1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» — είδαμε την προκοπή σου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω].
Dictionary of Greek. 2013.